Eιδήσεις-Άρθρα

Μεταβίβαση εταιρικής μερίδας ομόρρυθμης εταιρείας

Γράφτηκε από τον/την off on . Posted in Eιδήσεις-Άρθρα

Η ομόρρυθμη εταιρεία αποτελεί την προσωπική εταιρεία με την πιο ενδιαφέρουσα περιπτωσιολογία, λόγω της αυξημένης ευθύνης των εταίρων της, οι οποίοι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 22 του Εμπορικού Νόμου, ευθύνονται παράλληλα και μάλιστα απεριορίστως και εις ολόκληρον με την εταιρεία, ακόμα και με την ατομική τους περιουσία, για τα χρέη που προκύπτουν από την εμπορική δραστηριότητα του νομικού προσώπου.

Η ευθύνη αυτή δεν περιορίζεται στις υποχρεώσεις που αναλαμβάνει η εταιρεία συμβατικώς, αλλά επεκτείνεται και σε κάθε άλλο γενεσιουργό λόγο, όπως για παράδειγμα στις περιπτώσεις αδικοπραξίας. Στα πλαίσια αυτά, καθένας από τους δανειστές τις ομόρρυθμης εταιρείας, έχει το δικαίωμα να απαιτήσει την οφειλόμενη παροχή, όχι μόνο από την ίδια την εταιρεία, αλλά και από οποιονδήποτε εκ των εταίρων της. Η ρύθμιση αυτή μάλιστα αποτελεί αναγκαστικό δίκαιο, πράγμα που σημαίνει ότι η εφαρμογή της δεν εμποδίζεται από τυχόν διαφορετική συμφωνία των εταίρων μεταξύ τους.

Οι εταίροι ωστόσο μπορούν να διατυπώσουν ελεύθερα τις εσωτερικές σχέσεις τους στο καταστατικό σύστασης και να καθορίσουν το ποσοστό κατά το οποίο θα συμμετέχει καθένας τους στις ζημίες της εταιρείας (οφειλές από εταιρικές υποχρεώσεις προς τρίτους), καθώς και στα κέρδη που θα προκύψουν από τη λειτουργία της. Κατά συνέπεια, δεν αποκλείεται, κατά τη διάρκεια της εταιρικής σύμβασης, ένας από τους εταίρους να εξοφλήσει τα εταιρικά χρέη με την ατομική του περιουσία και ακολούθως να στραφεί αναγωγικά κατά των λοιπών εταίρων, οι οποίοι θα ευθύνονται έναντι του κατά το ποσοστό συμμετοχής τους στις ζημίες της εταιρείας.

Ελλείψει ρητής καταστατικής πρόβλεψης, η μεταβίβαση μπορεί να βασιστεί στην ύστερη σύμφωνη γνώμη των εταίρων, οι οποίοι, στην περίπτωση αυτή, θα προβούν στην σύνταξη συμφωνητικού τροποποίησης του εταιρικού, καθώς η μεταβίβαση επιφέρει μεταβολή της σύνθεσης των εταίρων, τα πρόσωπα των οποίων αποτελούν ουσιώδες στοιχείο της εταιρικής σύμβασης. Επιπλέον, οι ομόρρυθμοι εταίροι έχουν το δικαίωμα να περιλάβουν στην εταιρική σύμβαση ρήτρα που να προβλέπει ρητά την δυνατότητα μεταβίβασης της εταιρικής μερίδας κάποιου εξ αυτών, είτε σε άλλον ήδη συμβαλλόμενο εταίρο, είτε σε τρίτο πρόσωπο, το οποίο και θα εισέλθει στο εταιρικό σχήμα για πρώτη φορά, διαδεχόμενο το απερχόμενο μέλος. Ελλείψει ωστόσο ρητής καταστατικής πρόβλεψης, η μεταβίβαση μπορεί να βασιστεί στην ύστερη σύμφωνη γνώμη των εταίρων, οι οποίοι, στην περίπτωση αυτή, θα προβούν στην σύνταξη συμφωνητικού τροποποίησης του εταιρικού, καθώς η μεταβίβαση επιφέρει μεταβολή της σύνθεσης των εταίρων, τα πρόσωπα των οποίων αποτελούν ουσιώδες στοιχείο της εταιρικής σύμβασης.

Η πρόβλεψη ή συμφωνία για την μεταβίβαση της εταιρικής μερίδας, σημαίνει πρακτικά, ότι για την μεταβολή του προσώπου του εταίρου δεν απαιτείται η τέλεση δύο διακριτών πράξεων, δηλαδή της αποχώρησης του παλαιού και της εισόδου του νέου εταίρου, καθώς ο τελευταίος, υπεισέρχεται στην θέση του μεταβιβάζοντος ως ειδικός διάδοχος του και συνεχίζει την εταιρική συμμετοχή του.

Ο νεοεισελθείς εταίρος δηλαδή αποκτά τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις που είχε ο εξερχόμενος και κατά συνέπεια ευθύνεται αυτοδικαίως για όλα τα χρέη της εταιρείας, ασχέτως αν αυτά δημιουργήθηκαν πριν ή μετά την είσοδο του σε αυτήν. Εξαίρεση αποτελεί η περίπτωση δημοσίευσης αντίθετης συμφωνίας των ήδη υφιστάμενων εταίρων, που να τον απαλλάσσει από κάθε ευθύνη για τα προγενέστερα της εισόδου του χρέη.

Ιδιαίτερη σημασία στις περιπτώσεις μεταβίβασης εταιρικής μερίδας, εντοπίζεται στην υποχρέωση της καταβολής από τον εξερχόμενο εταίρο του φόρου επί της υπεραξίας της μερίδας που πωλεί. Το θέμα μάλιστα προσεγγίζεται από πλευράς φορολογικού δικαίου με ιδιαίτερη αυστηρότητα, προκειμένου να αποτραπούν κρούσματα σκόπιμης φοροαπαλλαγής, όπως σε περιπτώσεις εικονικής αύξησης του εταιρικού κεφαλαίου την οποία δεν ακολουθεί ένας εκ των ομόρρυθμων εταίρων.

Για τον υπολογισμό της υπεραξίας λαμβάνονται υπόψη κριτήρια προσθετικά και αφαιρετικά. Στα πρώτα κατατάσσονται τα έτη λειτουργίας και η καθαρή λογιστική θέση της εταιρείας, η σχετική ράντα του Υπουργείου Οικονομικών και, σε περίπτωση ύπαρξης ακινήτου, η διαφορά μεταξύ της λογιστικής και αντικειμενικής του αξίας. Στα αφαιρετικά περιλαμβάνονται οι τόκοι επί των ιδίων κεφαλαίων και η εμπορική αμοιβή, δηλαδή η αμοιβή που τεκμαίρεται ότι ελάμβανε ο εξερχόμενος εταίρος από την συμμετοχή του στο εταιρικό σχήμα.

Σημαντικός επίσης παράγοντας για τον υπολογισμό της υπεραξίας αποτελεί ο ενδεχόμενος βαθμός συγγένειας του νεοεισερχόμενου εταίρου με τον μεταβιβάζοντα. Έτσι, σε περίπτωση που τα πρόσωπα αυτά συνδέονται με συγγένεια πρώτου βαθμού, ο φόρος υπολογίζεται σε ποσοστό μόλις 1,2% επί του συνόλου της υπεραξίας μετά της λογιστικής αξίας της εταιρείας, ενώ σε περίπτωση συγγένειας δευτέρου βαθμού (αδέλφια), το ποσοστό αυτό διπλασιάζεται. Σε κάθε άλλη περίπτωση, ο φόρος υπολογίζεται αυτοτελώς με συντελεστή 20% επί κάθε κέρδους ή ωφέλειας που προέρχεται από τη μεταβίβαση, όπως ορίζει το άρθρο 13 παρ. 1 του νόμου 2238/1994, όπως τροποποιημένος ισχύει σήμερα.

Ωστόσο, οι ρυθμίσεις αυτές εφαρμόζονται μόνο για μεταβιβάσεις ή εκχωρήσεις εταιρικών μεριδίων που γίνονται με αντάλλαγμα, γιατί μόνο στις μεταβιβάσεις αυτού του είδους (από επαχθή αιτία) είναι δυνατόν να προκύψει περιουσιακό όφελος για τον μεταβιβάζοντα. Συνεπώς, δεν καταλαμβάνονται από την ισχύ των προκείμενων διατάξεων οι περιπτώσεις δωρεάς ή γονικής παροχής εταιρικού μεριδίου, καθώς από τις πράξεις αυτές δεν προκύπτει κέρδος ή ωφέλεια για τον (από χαριστική αιτία) μεταβιβάζοντα εταίρο.