Eιδήσεις-Άρθρα

Στην περίπτωση επαγγελματικής μίσθωσης η παραχώρηση χρήσης του μισθίου δεν αλλοιώνει υποκειμενικά τη μισθωτική σχέση, η οποία εξακολουθεί να λειτουργεί μεταξύ των αρχικά συμβληθέντων (εκμισθωτή και μισθωτή), η δε νομιμοποίηση για την άσκηση των δικαι

Γράφτηκε από τον/την off on . Posted in Eιδήσεις-Άρθρα

Στην περίπτωση επαγγελματικής μίσθωσης η παραχώρηση χρήσης του μισθίου δεν αλλοιώνει υποκειμενικά τη μισθωτική σχέση, η οποία εξακολουθεί να λειτουργεί μεταξύ των αρχικά συμβληθέντων (εκμισθωτή και μισθωτή), η δε νομιμοποίηση για την άσκηση των δικαι

WRITTEN BY 08 JANUARY 2011

Στην περίπτωση επαγγελματικής μίσθωσης η παραχώρηση χρήσης του μισθίου δεν αλλοιώνει υποκειμενικά τη μισθωτική σχέση, η οποία εξακολουθεί να λειτουργεί μεταξύ των αρχικά συμβληθέντων (εκμισθωτή και μισθωτή), η δε νομιμοποίηση για την άσκηση των δικαιωμάτων που απορρέουν από την αρχική (κύρια) σύμβαση μίσθωσης εξακολουθεί να υπάρχει μεταξύ τους. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 361, 593 Α.Κ. και 11 του π.δ. 34/1995 συνάγεται ότι με συμφωνία των μερών της συμβάσεως μισθώσεως μπορεί να παραχωρηθεί η χρήση του μισθίου ακινήτου του από το μισθωτή σε τρίτο ή σε εταιρία που θα συσταθεί με συμμετοχή και του μισθωτή. Η παραχώρηση όμως αυτή της χρήσεως του μισθίου δεν αλλοιώνει υποκειμενικά τη μισθωτική σχέση, η οποία εξακολουθεί να λειτουργεί μεταξύ των αρχικά συμβληθέντων, δηλαδή του εκμισθωτή και του μισθωτή, η δε νομιμοποίηση για την άσκηση των δικαιωμάτων που απορρέουν από την αρχική κύρια σύμβαση της μισθώσεως εξακολουθεί να υπάρχει μεταξύ τους. Και στην περίπτωση ακόμη που ο εκμισθωτής έχει συμφωνήσει στην παραχώρηση της χρήσεως του μισθίου από το μισθωτή σε τρίτο πρόσωπο ή στην παραχώρηση της χρήσεως του μισθίου σε εταιρία στην οποία συμμετέχει ο μισθωτής η νέα δημιουργούμενη σχέση είναι παρεπομένη έναντι αυτού (εκμισθωτή) και εκείνος στον οποίο παραχωρήθηκε η χρήση δεν υπεισέρχεται στην σύμβαση της μισθώσεως. Εξάλλου ορίζει το άρθρο 516 παρ. 1 ΚΠολΔ ότι «δικαίωμα έφεσης έχουν, εφόσον νικήθηκαν ολικά ή ενμέρει στην πρωτόδικη δίκη, ο ενάγων, ο εναγόμενος, εκείνοι που άσκησαν κύρια ή πρόσθετη παρέμβαση, οι καθολικοί διάδοχοί τους, οι ειδικοί διάδοχοί τους, εφόσον απέκτησαν την ιδιότητα αυτή μετά την άσκηση της αγωγής και οι εισαγγελείς πρωτοδικών, αν ήταν διάδικοι». Ως ειδικοί διάδοχοι νομιμοποιούμενοι στην άσκηση εφέσεως νοούνται τα πρόσωπα τα οποία απέκτησαν το επίδικο δικαίωμα. Επομένως ο προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως με τον οποίο ψέγεται η απόφαση του Εφετείου για το λόγο ότι απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος για έλλειψη ενεργητικής νομιμοποιήσεως για να είναι ορισμένος πρέπει να διαλαμβάνει κατά τρόπο συγκεκριμένο τη διάταξη ουσιαστικού δικαίου, με εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή της οποίας απορρίφθηκε η έφεση για έλλειψη ενεργητικής νομιμοποιήσεως του εκκαλούντος.Αριθμός 51/2006

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Δ' Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Αθανάσιο Κρητικό, Αντιπρόεδρο, Γεώργιο Βούλγαρη, Δημήτριο Κυριτσάκη, Αχιλλέα Νταφούλη και Ελένη Μαραμαθά, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 21 Οκτωβρίου 2005, με την παρουσία και της Γραμματέως Μάρθας Ψαραύτη, για να δικάσει μεταξύ:

Των αναιρεσειόντων: 1. Β.Μ., κατοίκου Μοσχάτου Αττικής και 2. ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία ΧΧΧ, που εδρεύει στο Μοσχάτο και εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολικής διαδόχου της ατομικής επιχείρησης «Β.Μ.» λόγω μετατροπής αυτής σε ανώνυμη εταιρεία, οι οποίοι δεν παραστάθηκαν. Της αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία ΧΧΧ, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ευάγγελο Μπέη. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 26 Οκτωβρίου 2001 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3171/2002 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 6890/2003 οριστική του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 20 Νοεμβρίου 2003 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκε μόνον η αναιρεσίβλητη, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ελένη Μαραμαθά, ανάγνωσε την από 18 Δεκεμβρίου 2004 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

I. Από το άρθρο 568 παρ. 4 εδ. α, β Κ.Πολ.Δ. κατά το οποίο ο επισπεύδων τη συζήτηση διάδικος επιδίδει κλήση τους άλλους διαδίκους και από το άρθρο 576 παρ. 1, 2 και 3 του ιδίου Κώδικα κατά το οποίο επί ερημοδικίας στην αναιρετική δίκη ερευνάται αν ο αιτών διάδικος επισπεύδει τη συζήτηση ή αν κλητεύθηκε από τον επισπεύδοντα αυτήν, συνάγεται, ότι αν τη συζήτηση επισπεύδει ο αναιρεσίβλητος οφείλει να κλητεύσει τον αναιρεσείοντα, σε καταφατική δε περίπτωση ο Άρειος Πάγος συζητεί την υπόθεση σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι. Εξ άλλου στην περίπτωση αναβολής της υποθέσεως από το πινάκιο εφαρμόζεται κατά το άρθρο 498 παρ. 2, 3 Κ.Πολ.Δ. και η διάταξη του άρθρου 226 παρ. 4 αυτού, κατά την οποία η αναγραφή της υποθέσεως στο πινάκιο για τη μετ'αναβολή δικάσιμο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων, χωρίς να απαιτείται κλήση του διαδίκου που δεν έχει εμφανισθεί για τη μετ'αναβολή δικάσιμο, υπό την απαραίτητη όμως προϋπόθεση ότι η προηγούμενη κλήτευση ήταν νόμιμη και εμπρόθεσμη.

Στην προκειμένη περίπτωση η αναιρεσίβλητη επέσπευσε τη συζήτηση της υποθέσεως για την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 23.09.05 (μετά από ματαίωση της 14.01.05) κατά την οποία κλήτευσε τους αναιρεσείοντες νόμιμα και εμπρόθεσμα (βλ. τις εκθέσεις επιδόσεως 4926, 4927/03.03.05 του αρμόδιου δικαστικού επιμελητού στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Στέφανου Δήμου). Η υπόθεση όμως αναβλήθηκε από το πινάκιο για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας αποφάσεως, κατά την οποία δεν παρέστησαν οι αναιρεσείοντες. Επομένως πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση παρά την απουσία τους.

ΙΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 361, 593 Α.Κ. και 11 του π.δ. 34/1995 συνάγεται ότι με συμφωνία των μερών της συμβάσεως μισθώσεως μπορεί να παραχωρηθεί η χρήση του μισθίου ακινήτου του από το μισθωτή σε τρίτο ή σε εταιρία που θα συσταθεί με συμμετοχή και του μισθωτή. Η παραχώρηση όμως αυτή της χρήσεως του μισθίου δεν αλλοιώνει υποκειμενικά τη μισθωτική σχέση, η οποία εξακολουθεί να λειτουργεί μεταξύ των αρχικά συμβληθέντων, δηλαδή του εκμισθωτή και του μισθωτή, η δε νομιμοποίηση για την άσκηση των δικαιωμάτων που απορρέουν από την αρχική κύρια σύμβαση της μισθώσεως εξακολουθεί να υπάρχει μεταξύ τους. Και στην περίπτωση ακόμη που ο εκμισθωτής έχει συμφωνήσει στην παραχώρηση της χρήσεως του μισθίου από το μισθωτή σε τρίτο πρόσωπο ή στην παραχώρηση της χρήσεως του μισθίου σε εταιρία στην οποία συμμετέχει ο μισθωτής η νέα δημιουργούμενη σχέση είναι παρεπομένη έναντι αυτού (εκμισθωτή) και εκείνος στον οποίο παραχωρήθηκε η χρήση δεν υπεισέρχεται στην σύμβαση της μισθώσεως. Εξάλλου ο λόγος αναιρέσεως κατά τον οποίο όχι ορθά το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ότι στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος δεν συνέτρεχε υπό τα εκτιθέμενα επαρκώς περιστατικά θεμελιωτικά της νομιμοποιήσεως περιστατικά ενεργητική ή παθητική νομιμοποίηση στηρίζεται στον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ενώ αν ο ενάγων (ή ο εναγόμενος στην ένστασή του) δεν επικαλείται στοιχεία νομιμοποιήσεως, σύμφωνα με το νόμο, η αγωγή ή η ένσταση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, γιατί δεν στηρίζεται στο νόμο και επομένως ο λόγος αναιρέσεως πρέπει να στηρίζεται στον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Εξάλλου ορίζει το άρθρο 516 παρ. 1 ΚΠολΔ ότι «δικαίωμα έφεσης έχουν, εφόσον νικήθηκαν ολικά ή ενμέρει στην πρωτόδικη δίκη, ο ενάγων, ο εναγόμενος, εκείνοι που άσκησαν κύρια ή πρόσθετη παρέμβαση, οι καθολικοί διάδοχοί τους, οι ειδικοί διάδοχοί τους, εφόσον απέκτησαν την ιδιότητα αυτή μετά την άσκηση της αγωγής και οι εισαγγελείς πρωτοδικών, αν ήταν διάδικοι». Ως ειδικοί διάδοχοι νομιμοποιούμενοι στην άσκηση εφέσεως νοούνται τα πρόσωπα τα οποία απέκτησαν το επίδικο δικαίωμα. Επομένως ο προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως με τον οποίο ψέγεται η απόφαση του Εφετείου για το λόγο ότι απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος για έλλειψη ενεργητικής νομιμοποιήσεως για να είναι ορισμένος πρέπει να διαλαμβάνει κατά τρόπο συγκεκριμένο τη διάταξη ουσιαστικού δικαίου, με εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή της οποίας απορρίφθηκε η έφεση για έλλειψη ενεργητικής νομιμοποιήσεως του εκκαλούντος.

Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως διατείνεται κατ' εκτίμηση η δεύτερη αναιρεσείουσα εταιρία, ότι μετά την άσκηση της αγωγής από την αναιρεσίβλητη εταιρία κατέστη καθολική διάδοχος της ατομικής επιχειρήσεως του πρώτου αναιρεσείοντος Β. Μ. και ότι υπ'αυτή την ιδιότητα νομιμοποιείται σε άσκηση εφέσεως κατά της εκδοθείσας σε βάρος του ανωτέρω Β. Μ. πρωτόδικης αποφάσεως και ότι εσφαλμένως παρά το λόγο απορρίφθηκε από το Εφετείο η έφεσή της ως απαράδεκτη για έλλειψη ενεργητικής νομιμοποιήσεως σε άσκηση εφέσεως. Όμως για την πληρότητα του λόγου αυτού αναιρέσεως από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ θα έδει η δεύτερη αναιρεσείουσα να αναφέρει προεχόντως τη διάταξη ουσιαστικού δικαίου, με εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή της οποίας απορρίφθηκε η έφεσή της. Όμως στο δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως τέτοια αναφορά δεν γίνεται. Επομένως ο σχετικός πρώτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως είναι αόριστος και επομένως απαράδεκτος. Ο ίδιος δε άνω πρώτος λόγος αναιρέσεως κατά το μέρος του που αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλεια από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ είναι απαράδεκτος εφόσον λόγω της άνω απορρίψεως η απόφαση δεν ερεύνησε κατ'ουσίαν την υπόθεση και δεν διατύπωσε αποδεικτικό πόρισμα.

ΙΙΙ. Για να είναι ορισμένος ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αριθμός 1 Κ.Πολ.Δ. λόγος αναιρέσεως πρέπει να αναφέρονται στο αναιρετήριο με σαφήνεια 1) ο φερόμενος ως παραβιασθείς κανόνας ουσιαστικού δικαίου και μάλιστα ενάριθμα 2) οι πραγματικές διαπιστώσεις (παραδοχές της ελάσσονος προτάσεως του δικανικού συλλογισμού) που θεμελίωσαν την κρίση του δικαστηρίου για το βάσιμο ή μη της αγωγής ή του ισχυρισμού και η έννομη συνέπεια που βάσει αυτών καταγνώσθηκε και 3) το νομικό σφάλμα, δηλαδή που βρίσκεται η παραβίαση κατά την ερμηνεία ή εφαρμογή του κανόνα.

Στην προκειμένη περίπτωση η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται με το δεύτερο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως και υπό την επίκληση του άρθρου 559 αριθμός 1 Κ.Πολ.Δ., ότι η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση εσφαλμένα δέχθηκε έλλειψη ενεργητικής νομιμοποιήσεώς της και ούτω παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του Ν. 2190/1920 «Περί Ανωνύμων Εταιρειών», ως και του Ν. Δ/τος 1297/1972 «Περί μετατροπής Επιχειρήσεως σε Α.Ε.». Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, λόγω της αοριστίας του αφού δεν αναφέρονται ενάριθμα κατά τρόπο συγκεκριμένο οι παραβιασθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του Ν. 2190/1920 και του Ν. Δ/τος 1297/1972.

IV. Κατά το άρθρο 332 Κ.Πολ.Δ. το δεδικασμένο λαμβάνεται μεν αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας, όμως για να ιδρυθεί λόγος αναιρέσεως σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 16 ιδίου Κώδικα πρέπει να έχει προταθεί στο δικαστήριο της ουσίας ισχυρισμός περί δεδικασμένου με λόγο εφέσεως ή με το δικόγραφο των προσθέτων λόγων εφέσεως. Ο σχετικός ισχυρισμός περί δεδικασμένου δεν μπορεί να προβληθεί για πρώτη φορά ενώπιον του Αρείου Πάγου και αυτό γιατί το δεδικασμένο δεν ανήκει στους κανόνες δημοσίας τάξεως, αφού οι διατάξεις που το καθιερώνουν έχουν τεθεί για την εξυπηρέτηση ιδιωτικού συμφέροντος και όχι άλλου ανώτερου κοινωνικού σκοπού. Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως (πρώτο μέρος) αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η αιτίαση από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 16 Κ.Πολ.Δ. και ειδικότερα ότι η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση με το να δεχθεί ότι δεν υπάρχει δεδικασμένο από την 5833/2001 απόφαση του ιδίου Εφετείου, παραβίασε την ως άνω διάταξη του άρθρου 554 αριθμός 16 Κ.Πολ.Δ. Ο λόγος αυτός είναι αόριστος και συνεπώς απαράδεκτος γιατί δεν αναφέρεται, ότι προτάθηκε το δεδικασμένο στο δικαστήριο της ουσίας, είτε με λόγο εφέσεως, είτε με πρόσθετο λόγο.

V. Με το δεύτερο μέρος του τρίτου λόγου της αιτήσεως αναιρέσεως και το πρώτο μέρος του τετάρτου λόγου αποδίδεται η πλημμέλεια στην προσβαλλομένη απόφαση από το άρθρο 559 αριθμός 19 και 559 αριθμός 20 Κ.Πολ.Δ. για το λόγο ότι περιέχει αντιφατικές διατάξεις και αιτιολογίες. Α) 1) όσον αφορά τα μισθώματα των μηνών Μαΐου Αυγούστου 2001 και το μίσθωμα του μηνός Σεπτεμβρίου 2001 με το να δεχθεί ότι δεν υπάρχει δυστροπία καταβολής για τα πρώτα ενώ υπάρχει δυστροπία καταβολής για το μίσθωμα του Σεπτεμβρίου 2001 και 2) τις καταθέσεις των μαρτύρων με το να δεχθεί ότι δεν είναι πειστικές και την από 25.10.2001 εξώδικη δήλωση - διαμαρτυρία του πρώτου αναιρεσείοντος ότι είναι προσχηματική. Β) Και για το λόγο ότι παραμόρφωσε το περιεχόμενο της από 25.10.2001 εξώδικης διαμαρτυρίας του. Το Εφετείο όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφασή του δέχθηκε ανελέγκτως τα ακόλουθα: Με την υπ' αριθμόν 5833/2002 απόφαση του Εφετείου κρίθηκε ότι η καθυστέρηση περί την καταβολή των μισθωμάτων των μηνών Μαρτίου - Απριλίου 2001 οφείλετο σε γεγονός για το οποίο ο εκκαλών δεν είχε ευθύνη. Περαιτέρω το Εφετείο δέχεται ότι στην άνω απόφαση του Εφετείου γίνεται μνεία ότι στις 13.8.2001 ο εκκαλών προσέφερε στην εκμισθώτρια όλα τα μέχρι τότε οφειλόμενα μισθώματα, αλλά αυτή αρνήθηκε να τα παραλάβει, δηλαδή κατέστη υπερήμερη. Τούτων ένεκα δέον να θεωρηθεί ότι και τα επίδικα μισθώματα των μηνών Μαΐου - Αυγούστου 2001 προσφέρθηκαν στην εφεσίβλητη προσηκόντως πλην αυτή αρνήθηκε να τα παραλάβει. Δεν αποδεικνύεται όμως ότι το ίδιο συνέβη και με το μίσθωμα του μηνός Σεπτεμβρίου 2001 που όπως προκύπτει από τα πρακτικά του Πρωτόδικου Δικαστηρίου και την από 13.3.2002 απόδειξη του πληρεξουσίου Δικηγόρου της ενάγουσας καταβλήθηκε μαζί με τα λοιπά μισθώματα και τους τόκους κατά τη συζήτηση της αγωγής. Ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι μετά την 13.8.2001 προσέφερε στην ενάγουσα και το μίσθωμα Σεπτεμβρίου του ιδίου έτους, αλλά αποκρούσθηκε καθώς και οι σχετικές καταθέσεις των μαρτύρων του δεν είναι πειστικές. Επίσης το Εφετείο δέχεται ότι η δήλωση που περιέχεται στην από 25.10.2001 εξώδικη διαμαρτυρία του, κατά την οποία «σε περίπτωση πάλι αρνήσεώς σας να παραλάβετε τα ως άνω οφειλόμενα τα ποσά, αυτά θα κατατεθούν στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων» είναι προσχηματική. Με βάση τις άνω παραδοχές το Εφετείο δέχθηκε ότι η μη καταβολή του μισθώματος του μηνός Σεπτεμβρίου 2001 οφείλεται σε δυστροπία του και απέρριψε την έφεσή του επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση. Με το να δεχθεί τα ως άνω το Εφετείο δεν περιέλαβε αντιφατικές αιτιολογίες ως προς τα μισθώματα Μαΐου - Αυγούστου και Σεπτεμβρίου 2001 και πρέπει να απορριφθεί ο σχετικός λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως ως αβάσιμος. Περαιτέρω απορριπτέος ως αβάσιμος ελέγχεται και ο από το άρθρο 559 αριθμός 20 Κ.Πολ.Δ. λόγος, αφού το δικαστήριο προέβη σε ορθή ανάγνωση της από 26.10.2001 εξωδίκου διαμαρτυρίας του εκκαλούντος και ήδη αναιρεσείοντος πλην την εκτίμησε διαφορετικά από αυτόν. Τέλος απορριπτέος ως παντελώς αόριστος ελέγχεται και ο πέμπτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως με τον οποίο αποδίδονται στην προσβαλλομένη απόφαση οι πλημμέλειες από το άρθρο 559 αριθμός 1, 16, 17, 19 και 20 ως και του άρθρου 535 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., αφού ουδόλως καθορίζεται σε τι συνίσταται εκάστη τούτων.

Κατ' ακολουθίαν των παραπάνω η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί και οι αναιρεσείοντες ως ηττώμενοι να καταδικασθούν στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης.